- Fuß
- Fuß[fuːs, pl: ˈfyːsə]<-es, Füße> m1. (allg, Maßeinheit) πόδι nt,• zu gehen πηγαίνω με τα πόδια,• schlecht zu sein δεν κρατιέμαι καλά στα πόδια μου,• von Kopf bis από την κορυφή μέχρι τα νύχια,• sich jdm zu Füßen werfen πέφτω στα πόδια κάποιου,• mit einem im Grab stehen είμαι με το ένα πόδι στον τάφο,• zehn lang δέκα πόδια μακρύς2. (ANAT) άκρο πόδι nt3. (von Mauer) ρίζα f, βάση f4. (von Berg) πρόποδες m pl5. (Phrasen):• mit jdm auf gutem e stehen τα πάω καλά με κάποιον,• fassen προσαρμόζομαι,• auf großem leben κάνω μεγάλη ζωή,• auf eigenen Füßen stehen στέκομαι στα δικά μου πόδια,• kalte Füße bekommen (fig) παραιτούμαι από ένα σχέδιο γιατί ξαφνικά φοβάμαι,• jdm etw akk vor die Füße schmeißen τα βροντάω κάτω (σε κάποιον),• jdn auf freien setzen αφήνω κάποιον ελεύθερο,• das Publikum lag ihr zu Füßen είχε το κοινό στα πόδια της
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.